Είναι ίσως η πιό συγκινητική αναφορά σε φιλία μεταξύ ζώου και ανθρώπου στην παγκόσμια λογοτεχνία. Χρονολογείται περίπου προ 3000 ετών. Όλοι την έχουμε διδαχθεί στο σχολείο. Ας την ξαναθυμηθούμε:
Ο Οδυσσέας, μεταμορφωμένος σε ζητιάνο από τη θεά Αθηνά για να μην τον αναγνωρίσουν οι μνηστήρες, βρίσκεται στους σταύλους των ανακτόρων του μαζί με τον πιστό χοιροβοσκό Εύμαιο, ο οποίος επίσης δεν τον έχει αναγνωρίσει. Συζητούν τον προτιμότερο τρόπο για να μπει ο μεταμορφωμένος Οδυσσέας στο παλάτι και να ζητιανέψει...
Μετάφραση στα σύγχρονα ελληνικά:
ενώ εκείνοι τέτοια μεταξύ τους έλεγαν· 290
τότε σκύλος το κεφάλι και τ΄αυτιά ξαπλωμένος ανόρθωσε,
ο Άργος, του καρτερικού Οδυσσέα, τον οποίο κάποτε παρ΄ ότι αυτός
μεγάλωσε, δεν τον χάρηκε, πιό πριν στην Τροία την ιερή
έφυγε. παλιότερα τον πήγαιναν οι νέοι άνδρες
για κατσικιών κυνήγι και ζαρκαδιών και λαγών· 295
ακριβώς από τότε κείτεται παρατημένος απόντος του άρχοντα,
σε πολλή κοπριά, η οποία μπροστά στις πόρτες
και μουλαριών και βοδιών σε σωρούς χύνεται, για να την παίρνουν
οι δούλοι του Οδυσσέα το μεγάλο χωράφι να λιπαίνουν·
εκεί ο σκύλος κειτόταν ο Άργος, γεμάτος τσιμπούρια. 300
αμέσως τότε μάλιστα, όταν κατάλαβε τον Οδυσσέα να είναι κοντά,
την ουρά του όντως κουνούσε και τα δύο αυτιά κατέβασε,
πλησιέστερα όμως έπειτα δεν είχε πιά τη δύναμη στον άρχοντά του
να έρθει· αλλά κι εκείνος αλλού κοιτώντας σκούπισε ένα δάκρυ,
εύκολα κρύβοντάς το από τον Εύμαιο, κι ύστερα ρώτησε την ιστορία του· 305
«Εύμαιε, αλήθεια πολύ παράξενο, αυτός εδώ ο σκύλος να κείτεται μέσα στην κοπριά.
καλός οπωσδήποτε στο σώμα είναι, πάντως αυτό τουλάχιστον σαφώς δεν ξέρω,
αν ήταν άραγε και γρήγορος στο τρέξιμο εκτός απ΄την εμφάνιση αυτή,
ή σαν και κείνους τους σκύλους οι οποίοι στα τραπέζια των ανδρών
τριγυρνούν· και για την ομορφιά τους τους κρατούν οι άρχοντες.» 310
Κι απαντώντας απευθύνθηκες σ’ αυτόν, Εύμαιε χοιροβοσκέ·
«Και βέβαια αυτός εδώ ο σκύλος του άνδρα είναι που μακρυά πέθανε.
αν τέτοιος ήταν τόσο στο σώμα όσο και στα έργα,
όπως όταν για την Τροία κινώντας τον άφησε ο Οδυσσέας,
αμέσως κι αν θα θαύμαζες βλέποντας ταχύτητα και δύναμη. 315
διότι πραγματικά κανένα δεν του ξέφευγε βαθυά στο βαθύ δάσος
αγρίμι, το οποίο καταδίωκε· διότι και τα ίχνη καλά αναγνώριζε·
μα τώρα περνάει άσχημα, που ο άρχοντάς του σε άλλη πατρίδα
χάθηκε, κι οι γυναίκες αδιάφορες δεν τον φροντίζουν.
και οι δούλοι, όταν δεν τους εξουσιάζουν πια οι άρχοντες, 320
έπειτα δε θέλουν άλλο όπως πρέπει να εργάζονται·
το μισό διότι της αρετής απομακρύνεται από τον ανοιχτομάτη Δία
του άνδρα, αμέσως μόλις της δουλείας η ημέρα θα τον αρπάξει.»
Αυτά αφού είπε μπήκε σε δωμάτια όπου με όλες τις ανέσεις έμενε κανείς,
βάδισε δε ευθύς στο μέγαρο με τους μνηστήρες τους λαμπρούς. 325
Όσο για τον Άργο μοιραία τον πήρε μαύρος θάνατος,
την ίδια στιγμή που είδε τον Οδυσσέα στον εικοστό χρόνο.
Αρχαίο κείμενο: Καμία μετάφραση δεν μπορεί να το αποδώσει πλήρως. Μην παραλείψετε να το διαβάσετε. Θα διαπιστώσετε ότι καταλαβαίνετε πολύ περισσότερα απ΄ όσα νομίζατε.
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον· 290
ἂν δὲ κύων κεφαλήν τε καὶ οὔατα κείμενος ἔσχεν,
Ἄργος, Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὅν ῥά ποτ᾽ αὐτὸς
θρέψε μέν, οὐδ᾽ ἀπόνητο, πάρος δ᾽ εἰς Ἴλιον ἱρὴν
ᾤχετο. τὸν δὲ πάροιθεν ἀγίνεσκον νέοι ἄνδρες
αἶγας ἐπ᾽ ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς· 295
δὴ τότε κεῖτ᾽ ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος,
ἐν πολλῇ κόπρῳ, ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
ἡμιόνων τε βοῶν τε ἅλις κέχυτ᾽, ὄφρ᾽ ἂν ἄγοιεν
δμῶες Ὀδυσσῆος τέμενος μέγα κοπρήσοντες·
ἔνθα κύων κεῖτ᾽ Ἄργος, ἐνίπλειος κυνοραιστέων. 300
δὴ τότε γ᾽, ὡς ἐνόησεν Ὀδυσσέα ἐγγὺς ἐόντα,
οὐρῇ μέν ῥ᾽ ὅ γ᾽ ἔσηνε καὶ οὔατα κάββαλεν ἄμφω,
ἆσσον δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔπειτα δυνήσατο οἷο ἄνακτος
ἐλθέμεν· αὐτὰρ ὁ νόσφιν ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ,
ῥεῖα λαθὼν Εὔμαιον, ἄφαρ δ᾽ ἐρεείνετο μύθῳ· 305
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα θαῦμα, κύων ὅδε κεῖτ᾽ ἐνὶ κόπρῳ.
καλὸς μὲν δέμας ἐστίν, ἀτὰρ τόδε γ᾽ οὐ σάφα οἶδα,
εἰ δὴ καὶ ταχὺς ἔσκε θέειν ἐπὶ εἴδεϊ τῷδε,
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν
γίγνοντ᾽· ἀγλαΐης δ᾽ ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες.» 310
τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«καὶ λίην ἀνδρός γε κύων ὅδε τῆλε θανόντος.
εἰ τοιόσδ᾽ εἴη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ ἔργα,
οἷόν μιν Τροίηνδε κιὼν κατέλειπεν Ὀδυσσεύς,
αἶψά κε θηήσαιο ἰδὼν ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν. 315
οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης
κνώδαλον, ὅττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη·
νῦν δ᾽ ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.
δμῶες δ᾽, εὖτ᾽ ἂν μηκέτ᾽ ἐπικρατέωσιν ἄνακτες, 320
οὐκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἐθέλουσιν ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι·
ἥμισυ γάρ τ᾽ ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρύοπα Ζεὺς
ἀνέρος, εὖτ᾽ ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν.»
ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας,
βῆ δ᾽ ἰθὺς μεγάροιο μετὰ μνηστῆρας ἀγαυούς. 325
Ἄργον δ᾽ αὖ κατὰ μοῖρ᾽ ἔλαβεν μέλανος θανάτοιο,
αὐτίκ᾽ ἰδόντ᾽ Ὀδυσῆα ἐεικοστῷ ἐνιαυτῷ.