Η περίοδος των σκνιπών στη χώρα μας έχει ήδη αρχίσει, αναθερμαίνοντας το ενδιαφέρον των κατόχων σκύλων για τους τρόπους προστασίας από τη λεϊσμανίωση. Τα νέα φαρμακευτικά σκευάσματα, οι περιρρέουσες φήμες και οι παρεξηγήσεις γύρω από αυτά, δε θα ήταν υπερβολή να πεί κανείς ότι προκαλούν σύγχυση. Γι΄ αυτό κρίνεται σκόπιμη η ανασκόπηση των τρόπων πρόληψης της λεϊσμανίωσης και η αναφορά σε ορισμένα ζητήματα γύρω από τη χρησιμότητα των νέων προληπτικών φαρμάκων, για τα οποία δεν δίνεται η ευκαιρία συζήτησης κατά τη διάρκεια μιας συνήθους επίσκεψης στον κτηνίατρο. Ευελπιστώ ότι τελειώνοντας την ανάγνωση του παρόντος άρθρου, θα μπορέσετε σε συνεργασία με τον κτηνίατρό σας, να επιλέξετε συνειδητά και με επίγνωση τον καταλληλότερο τρόπο πρόληψης της λεϊσμανίωσης για το σκύλο σας.
Αποτροπή της επαφής με το μικρόβιο
Το πιό βέβαιο μέτρο πρόληψης κάθε ασθένειας, προφανώς είναι η αποφυγή της μόλυνσης. Η μετάδοση της λεϊσμανίωσης γίνεται με νύγματα μολυσμένων σκνιπών. Συνεπώς, η καταπολέμηση των σκνιπών είναι το πρωταρχικό μέλημα για την προστασία του σκύλου από τη λεϊσμανίωση. Αυτό επιτυγχάνεται αφ’ ενός μεν με τον περιορισμό των σκνιπών στο περιβάλλον διαβίωσης του σκύλου, αφ΄ετέρου δε με την αποτροπή των νυγμάτων.
Οι σκνίπες ζούν σε σκοτεινά και υγρά μέρη γι΄αυτό στο χώρο διαβίωσης του σκύλου πρέπει να αποφεύγεται η συσσώρευση άχρηστων αντικειμένων και λιμναζόντων νερών. Ο χώρος πρέπει να καθαρίζεται τακτικά και να χρησιμοποιείται κατάλληλο εντομοκτόνο - εντομοαπωθητικό χώρου [αερόλυμα (σπρέυ), ταμπλέτες, σπείρες (φιδάκια) κ.α.]. Η τοποθέτηση σήτας στα παράθυρα εμποδίζει την είσοδο των σκνιπών σε κλειστούς χώρους.
Αποφυγή των νυγμάτων των σκνιπών
Η απόλυτη εξαφάνιση των σκνιπών από το περιβάλλον είναι πρακτικώς αδύνατη. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη χορήγηση εντομοαπωθητικών - εντομοκτόνων φαρμάκων στους σκύλους. Τα φάρμακα αυτά κυκλοφορούν με τη μορφή διαλύματος για επίχυση στο δέρμα (φύσιγγες ή αμπούλες), περιλαιμίου, διαλύματος για επάλειψη (λοσιόν) ή αερολύματος (σπρέυ). Τα πιό διαδεδομένα είναι οι πυρεθρίνες και τα πυρεθροειδή τα οποία έχουν και εντομοαπωθητική καί εντομοκτόνο δράση. Επίσης, ευρέως χρησιμοποιούνται η σιτρονέλα και άλλες φυτικές ουσίες οι οποίες όμως έχουν μόνο εντομοαπωθητική δράση.
Το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίωσης
Τα προαναφερθέντα μέτρα καταπολέμησης των σκνιπών είναι μεν αποτελεσματικά αλλά δεν παρέχουν τόσο υψηλή προστασία από τη λεϊσμανίωση, ώστε να εξαλείψουν την ασθένεια ή να την καταστήσουν τόσο σπάνια, ώστε να μην αποτελεί αιτία ανησυχίας. Επί πλέον, η σωστή εφαρμογή τους μερικές φορές καθίσταται δυσχερής ώστε να παραμελείται από τους ιδιοκτήτες σκύλων. Γι’ αυτό, οι έρευνες για την πρόληψη της λεϊσμανίωσης, από παλιά κατευθύνονταν και προς την προστασία των σκύλων που έχουν ήδη μολυνθεί από λεϊσμάνια μέσω τσιμπήματος σκνίπας. Πιό συγκεκριμένα, γίνονταν προσπάθειες για την παρασκευή εμβολίου έναντι της λεϊσμανίωσης.
Ο εμβολιασμός είναι ένας εύκολος και αποτελεσματικός τρόπος πρόληψης πολλών ασθενειών οι οποίες προκαλούνται από βακτήρια και ιούς. Η λεϊσμάνια όμως δεν είναι ούτε βακτήριο ούτε ιός. Είναι πρωτόζωο. Εξ αιτίας της πολυπλοκότητας και των ιδιαιτεροτήτων του μηχανισμού πρόκλησης ασθενειών από πρωτόζωα, η παρασκευή αποτελεσματικού αντιλεϊσμανιακού εμβολίου παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες. Παρά ταύτα προ δύο περίπου ετών κυκλοφόρησε στην Ευρώπη τέτοιο εμβόλιο. Η κυκλοφορία του εμβολίου αυτού συνοδεύτηκε από μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία, ποικίλες συζητήσεις μεταξύ ειδημόνων και μη, έντονη φημολογία και αναπόφευκτα πολλές παρεξηγήσεις. Πόσο χρήσιμο είναι τελικά αυτό το εμβόλιο;
Η αποτελεσματικότητα και η χρησιμότητα του εμβολιασμού κατά της λεϊσμανίωσης
Το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίωσης βοηθάει το ανοσοποιητικό σύστημα του μολυσμένου σκύλου να καταπολεμήσει την εξέλιξη της νόσου. Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι η αποτελεσματικότητά του είναι πολύ μικρότερη από αυτή των καθιερωμένων εμβολίων που γίνονται στους σκύλους για ασθένειες από ιούς ή βακτήρια όπως η λύσσα, η λεπτοσπείρωση, η νόσος του Καρρέ (μόρβα), η παρβοεντερίτιδα (τύφος) και η λοιμώδης ηπατίτιδα. Για το λόγο αυτό δε μπορεί να αντικαταστήσει τα προληπτικά μέτρα που αποσκοπούν στην αποφυγή της μόλυνσης του σκύλου (εντομοαπωθητικά), παρά μόνο να τα συμπληρώσει. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν εμβολιάσετε το σκύλο σας κατά της λεϊσμανίωσης, πρέπει να συνεχίσετε να του βάζετε αμπούλες για τις σκνίπες ή άλλα εντομοαπωθητικά.
Σε αυτό το σημείο ευλόγως ανακύπτει το ερώτημα: Πόσο περισσότερο προστατεύεται ένας σκύλος ο οποίος και έχει εμβολιαστεί και λαμβάνει εντομοαπωθητική αγωγή, από ένα σκύλο ο οποίος λαμβάνει μόνο εντομοαπωθητική αγωγή; Δυστυχώς, αυτό το ερώτημα δε μπορεί να απαντηθεί βάσει επιστημονικών δεδομένων, διότι οι έρευνες για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου έχουν γίνει μόνο σε σκύλους οι οποίοι εξετέθησαν σε σκνίπες χωρίς να λαμβάνουν εντομοαπωθητική αγωγή. Επίσης, σύμφωνα με την παρασκευάστρια εταιρεία, οι έρευνες αποτελεσματικότητας έγιναν σε σκύλους οι οποίοι εξετέθησαν σε περιβάλλον υπερβολικής μολυσματικότητας, που είναι πολύ απίθανο να υπάρξει στην πράξη. Επομένως, δικαιολογημένα μπορεί κανείς να αναρρωτηθεί: Πόσο χρήσιμο είναι το εμβόλιο σε ένα σκύλο που εκτίθεται σε περιβάλλον μολυσματικότητας που απαντάται στην πράξη; Μήπως σε αυτή την περίπτωση αρκεί η εντομοαπωθητική αγωγή; Ούτε αυτό το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί διότι δεν έχουν ανακοινωθεί ανάλογες έρευνες.
Παρενέργειες του εμβολίου κατά της λεϊσμανίωσης
Η φημολογία γύρω από αυτό το ζήτημα είναι έντονη. Οι έρευνες ασφαλείας του εμβολίου δείχνουν ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειές του είναι παρόμοιες με των άλλων εμβολίων αλλά ελαφρώς συχνότερες και ίσως μεγαλύτερης διάρκειας. Κατά κανόνα υποχωρούν χωρίς θεραπεία.
Έχουν εκφραστεί ανησυχίες για την ασφάλεια του εμβολίου σε μικρόσωμες φυλές καθότι αναφέρονται περιπτώσεις ιδιαιτέρως εντόνων παρενεργειών. Οι έρευνες ασφαλείας του εμβολίου στις διάφορες φυλές διεξήχθησαν κυρίως σε σκύλους Brittany Spaniel, Labrador Retriever και Rottweiler οι οποίες είναι μεσαίου και μεγάλου σωματικού μεγέθους. Η συμμετοχή άλλων φυλών ήταν μικρή (4%), χωρίς να διευκρινίζεται αν συμπεριλαμβάνονταν μικρόσωμες φυλές και με τί ποσοστό. Ίσως είναι σκόπιμο να διεξαχθεί μελέτη ασφαλείας του εμβολίου σε μικρόσωμες φυλές.
Συμπερασματικά, το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίωσης είναι πρωτοποριακό φαρμακευτικό προϊόν το οποίο παρέχει μία ακόμη επιλογή στην αντιμετώπιση της νόσου. Χρήζει όμως περισσότερων ερευνών και αναμονής μερικών ετών ώστε να φανούν τα αποτελέσματα της χρήσης του στην κλινική πράξη, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε νέο φάρμακο.
Πώς ένα αντιεμετικό βοηθάει στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίωσης
Προσφάτως κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ένα νέο αντιλεϊσμανιακό φαρμακευτικό σκεύασμα για σκύλους, με δραστική ουσία τη δομπεριδόνη. Η δομπεριδόνη χρησιμοποιείται στον άνθρωπο και στο σκύλο ως αντιεμετικό. Τελευταίες έρευνες έδειξαν ότι έχει και μια άλλη δράση: ενισχύει την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος του σκύλου έναντι της λεϊσμανίωσης. Σε γενικές γραμμές η επίδραση της δομπεριδόνης στο ανοσοποιητικό σύστημα του σκύλου είναι παραπλήσια με αυτή του εμβολίου. Η χρήση της ενδείκνυται για την πρόληψη της λεϊσμανίωσης αλλά και για τη θεραπεία των πρώιμων και των ήπιων μορφών της. Σε προχωρημένες περιπτώσεις, μπορεί να χορηγηθεί αφού φανούν τα πρώτα αποτελέσματα της θεραπείας με άλλα φάρμακα. Πρόκειται για ένα ασφαλές φάρμακο με μόνη σημαντική, αλλά σπάνια παρενέργεια τη γαλακτόρροια, η οποία αναστέλλεται μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Οι προβληματισμοί σχετικά με τη χρησιμότητα και τη σκοπιμότητα της χορήγησης και αυτού του φαρμάκου είναι ανάλογοι με αυτούς του εμβολίου, καθώς ούτε αυτό αντικαθιστά τα άλλα προληπτικά μέτρα, ενώ δεν έχουν διεξαχθεί έρευνες σε σκύλους που λαμβάνουν ταυτόχρονα εντομοαπωθητική αγωγή, ώστε να διαπιστωθεί τί περισσότερο προσφέρει η δομπεριδόνη. Επίσης, ως νέο φάρμακο, μένει να δοκιμαστεί και αυτό στην πράξη.
Η σημασία του τακτικού αιματολογικού ελέγχου στην πρόληψη της λεϊσμανίωσης
Αναπόσπαστο μέρος ενός προγράμματος πρόληψης της λεϊσμανίωσης αποτελούν οι τακτικές εξετάσεις ορού αίματος για αντισώματα κατά της λεϊσμάνιας. Οι εξετάσεις αυτές προφανώς δεν αποτρέπουν τα νύγματα των σκνιπών, ούτε τη μόλυνση. Επιτρέπουν όμως την έγκαιρη διάγνωση της νόσου ή ακόμα και της απλής επαφής με τη λεϊσμάνια, πριν ακόμα προκληθεί ενεργός λοίμωξη. Έτσι, είμαστε σε θέση να ξεκινήσουμε τη θεραπεία σε πρώιμα στάδια, όταν οι πιθανότητες ιάσης είναι σαφώς μεγαλύτερες και πριν προκληθούν σημαντικές βλάβες στην υγεία του σκύλου.
Σε ενδημικές περιοχές όπως η χώρα μας, το ιδανικό είναι ο προληπτικός αιματολογικός έλεγχος να γίνεται κάθε 6 μήνες: το Μάιο και το Νοέμβριο. Σε κάθε περίπτωση πάντως επιβάλλεται να γίνεται έστω ετησίως.
Κύτταρα μολυσμένα με λεϊσμάνια: εικόνα από μικροσκόπιο |
Τελικά τί πρέπει να κάνω για να προστατεύσω το σκύλο μου;
Λόγω της έλλειψης συγκριτικών ερευνών για την αποτελεσματικότητα διαφόρων συνδυασμών προληπτικών μέτρων, επικρατεί η λογική υπόθεση πως όσο περισσότερα προληπτικά μέτρα λαμβάνω τόσο περισσότερο προστατεύω το σκύλο μου. Αυτό το σκεπτικό όμως πολύ λίγο βοηθά τον ιδιοκτήτη σκύλου, ο οποίος συνήθως δε μπορεί να τα κάνει όλα και αδήριτα έρχεται αντιμέτωπος με το δίλημμα τί να επιλέξει.
Σήμερα είναι γενικώς παραδεκτό ότι η καταπολέμηση των σκνιπών περιορίζει σημαντικά τη λεϊσμανίωση. Η ευρεία και ορθή χρήση εντομοαπωθητικών τα τελευταία χρόνια, ακολουθήθηκε από αισθητή μείωση των περιστατικών λεϊσμανίωσης στα κτηνιατρεία. Ταυτόχρονα η παρατηρούμενη συμμόρφωση των ιδιοκτητών σκύλων με τις συστάσεις των κτηνιάτρων για τακτικούς αιματολογικούς ελέγχους, αναντίρρητα έχει επιφέρει αύξηση των ποσοστών έγκαιρης διάγνωσης και έναρξης της θεραπείας, σε ασυμπτωματικά ακόμη στάδια, με επακόλουθη αύξηση των ποσοστών ίασης. Επομένως, κάθε προληπτικό πρόγραμμα πρέπει να συμπεριλαμβάνει τη χρήση εντομοαπωθητικών - εντομοκτόνων φαρμάκων και προληπτικούς αιματολογικούς ελέγχους. Άλλωστε, ο αιματολογικός έλεγχος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να αποφασιστεί αν θα διενεργηθεί αντιλεϊσμανιακός εμβολιασμός και συνεπικουρεί στην απόφαση για χορήγηση δομπεριδόνης.
Με βάση τα δύο προαναφερθέντα προληπτικά μέτρα, μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο συμπλήρωσης με τις νέες προληπτικές μεθόδους, αναλόγως της φυσικής κατάστασης και των συνθηκών διαβίωσης του σκύλου. Επί πλέον, θα ληφθούν υπ΄όψιν ο τρόπος ζωής, οι δυνατότητες και προσδοκίες του ιδιοκτήτη του ζώου. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται συνεργασία και συζήτηση με τον κτηνίατρο, ώστε να καταρτιστεί το βέλτιστο εξατομικευμένο προληπτικό πρόγραμμα για κάθε σκύλο και τον ιδιοκτήτη του. Τα ιατρικά ζητήματα συχνά επιδέχονται πολλές λύσεις και ότι είναι καλύτερο για έναν ασθενή δεν είναι κατ΄ ανάγκη καλύτερο και για κάποιον άλλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου